Με τίτλο «60 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑ» το 1982 κυκλοφορεί από το ελληνικό μονοπώλιο σειρά 10 χάρτινων σπιρτόκουτων, με φωτογραφίες Ελλήνων φιλοσόφων, σημαντικών γεγονότων, τόπων κλπ. Επειδή το τιράζ της συγκεκριμένης σειράς ήταν σχετικά μικρό είναι από τα σπάνια σπιρτόκουτα του ελληνικού μονοπωλίου. Η συγκεκριμένη σειρά αναφέρεται στην πιο δραματική στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, της καταστροφής της Σμύρνης και της προσφυγιάς για 1,5 εκατομμύριο κατατρεγμένους Έλληνες.
Τον Αύγουστο του 1922 ο τουρκικός στρατός άρχισε να φθάνει στη Σμύρνη. Το μέτωπο είχε καταρρεύσει λίγες ημέρες νωρίτερα και πολλοί άντρες του ελληνικού στρατού αναζητούσαν καταφύγιο στα παράλια, λαβωμένοι και απογοητευμένοι.
Από τους Τούρκους, πρώτοι μπήκαν στην πόλη οι τσέτες, δηλαδή τα άτακτα σώματα που ακολουθούσαν τον στρατό του Κεμάλ. Αμέσως άρχισαν τις θηριωδίες. Εκτέλεσαν όσους άντρες βρήκαν μπροστά τους, έκαναν πλιάτσικο στα σπίτια και άρπαζαν από τις γυναίκες χρυσαφικά και τιμαλφή. Έφτασαν στο σημείο να κόβουν τα δάχτυλα ή τα αφτιά για να πάρουν δαχτυλίδια και σκουλαρίκια.
Επιπλέον η φωτιά, που έβαλαν οι Τούρκοι, κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο). Σήμερα η επέτειος αυτή στην πραγματικότητα είναι η 13 Σεπτεμβρίου, καθώς την επόμενη χρονιά εισήχθη στην Ελλάδα το νέο ημερολόγιο. Η φωτιά σήμανε το οριστικό τέλος της μακραίωνης παρουσίας του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Μέχρι την καταστροφή της Σμύρνης στην πόλη ζούσαν 270.000 άνθρωποι εκ των οποίων οι 140.000 ήταν Έλληνες, 80.000 μουσουλμάνοι Τούρκοι, 20.000 Εβραίοι και 12.000 Αρμένιοι. Η Γκιαούρ Ιζμίρ, η «άπιστη» Σμύρνη, όπως την αποκαλούσαν οι Τούρκοι, χάθηκε στις φλόγες. Την ώρα που η φωτιά καταστρέφει σπίτια και περιουσίες, οι Τούρκοι σκοτώνουν και κακοποιούν τους Έλληνες. Όσοι καταφέρνουν να γλιτώσουν από τα χέρια των διωκτών, τρέχουν στο λιμάνι κι εγκαταλείπουν την πόλη. Πολλοί πέφτουν ακόμα και στη θάλασσα για να σωθούν. Ο απολογισμός είναι τραγικός.
Η προοπτική μονιμότερης εγκατάστασης των προσφύγων στη χώρα μας είχε προκαλέσει έντονη ανησυχία σε πολλούς γηγενείς, που φοβήθηκαν πως οι επήλυδες «Ασιάτες» θα αποτελέσουν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, θα αποσπάσουν για την επιβίωσή τους μερίδιο από τους αποψιλωμένους δημόσιους πόρους και, με τα αλλότρια ήθη και έθιμά τους, θα θέσουν σε δοκιμασία τον πατροπαράδοτο πολιτισμό του τόπου· μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι αποφαίνονταν πως η χρεοκοπημένη Ελλάδα «δεν χωράει» άλλους ξενομερίτες.
Τα παραπάνω δεν αφορούσαν τους σημερινούς Σύρους ή Αφγανούς πρόσφυγες, αλλά τους Μικρασιάτες ομοεθνείς μας πριν από ένα σχεδόν αιώνα.
Οι πύλες της ελληνικής επικράτειας σφραγίζονται θεσμικά με μια έκτακτη, δρακόντεια νομοθεσία.
Στις 20 Ιουλίου 1922 με ομόφωνη απόφαση της ελληνικής Βουλής δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» – το πρώτο νομοθετικό κείμενο της ελληνικής ιστορίας με το οποίο απαγορεύτηκε η είσοδος «λαθρομεταναστών» και προσφύγων στη χώρα.
Παρά τη γενική του διατύπωση, ο νόμος στόχευε στο κλείσιμο των συνόρων ειδικά για τους Έλληνες της Μικρασίας και του Πόντου – τη μόνη κατηγορία ανθρώπων που ήταν άλλωστε διατεθειμένη να «μεταφερθεί ομαδόν» στο εμπόλεμο και καταχρεωμένο ελληνικό βασίλειο.
Ο ερχομός στην Ελλάδα, του μεγαλύτερου προσφυγικού ρεύματος, ήταν μια δραματική κατάσταση πρώτα απ΄ όλα για τους πρόσφυγες. Και παρότι η ενσωμάτωση ήταν τότε μια άγνωστη λέξη και συνάντησε πολλά εμπόδια σταδιακά έγινε πράξη, όταν όλοι κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε επιστροφή.