Η συλλογή του «Μουσείου του Σπιρτόκουτου» διαθέτει πολλά σπιρτόκουτα -που ξεπερνούν τα 150- διαφημιστικά ελληνικών καταστημάτων εστίασης σε χώρες του εξωτερικού. Αρκετά από αυτά είναι λογικό να είναι από την Αμερική και μάλιστα των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60. Σπιρτόκουτα από εστιατόρια, καφέ και μπαρ Ελλήνων στην Αστόρια, στο Ντιτρόιτ, στη Βοστόνη, στο Σικάγο και στη Φλόριντα.
Είναι αδύνατον να αναφέρεται κάποιος στην ελληνική διασπορά, ιδιαίτερα εκείνη που ρίζωσε στην Αμερική, δίχως να αναγνωρίσει την τεράστια σημασία που διαδραμάτισε ο τομέας της εστίασης –the restaurant business– για την οικονομική επιβίωση, την κοινωνική αφομοίωση, την προκοπή, την ανέλιξη των συμπατριωτών μας. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες έζησαν το αμερικανικό όνειρο μέσα στην κουζίνα ενός εστιατορίου, του οποίου είτε ήταν ιδιοκτήτες είτε εργαζόμενοι.
Η ταύτιση της ελληνοαμερικανικής κοινότητας με το φαγητό ήταν και εξακολουθεί να είναι απόλυτη. Μάλιστα έδωσε τροφή σε πολλά ανέκδοτα:
-Τι κάνει ένας Έλληνας όταν συναντά έναν άλλο Έλληνα;
-Μα, ανοίγουν εστιατόριο!»
Επίσης ουκ ολίγα ήταν τα ρατσιστικά και αρνητικά στερεότυπα:
«Δεν έχουμε Έλληνες και αρουραίους», έγραφαν, ρατσιστικά, οι ταμπέλες έξω από ορισμένα εστιατόρια του Σαν Φρανσίσκο, πριν από πολλές δεκαετίες.
Το γεγονός όμως ήταν ότι οι Έλληνες κέρδισαν επάξια μια θέση στον ήλιο, μια θέση στο τραπέζι της «αμερικανικής οικογένειας», σερβίροντας, μαγειρεύοντας, πλένοντας πιάτα, ξεκινώντας συχνά από το μηδέν για να φτάσουν γρήγορα στην εμπορική επιτυχία. Με δαιμόνιο, πείσμα, εργατικότητα και προσδοκία μιας καλύτερης ζωής για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, άρπαξαν την ευκαιρία και απέδειξαν ότι άξιζαν καλύτερη μοίρα από τους εξαθλιωμένους συμπατριώτες μετανάστες που έσερναν καρότσια με φρούτα και λαχανικά ή εργάζονταν σε γαλαρίες ορυχείων.
Γιατί επέλεξαν την εστίαση;
«Οι Έλληνες μετανάστες καταπιάστηκαν με τα εστιατόρια για ορισμένους βασικούς λόγους. Οι πρώτοι εμιγκρέδες που έφτασαν στο τέλος του μεγάλου κύματος μετανάστευσης από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη –από τη δεκαετία του 1870 μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο– δεν είχαν άλλη επιλογή από το να πιάσουν αρχικά δουλειά ως υπαίθριοι πωλητές φαγητών και φρούτων, δουλειές που “περίσσευαν” και είχαν μεγάλη ζήτηση στα αστικά κέντρα. Από εκεί, το βήμα σε εστιατόρια ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη».
Το πιο σημαντικό ήταν πως η εξυπηρέτηση των πελατών απαιτούσε ελάχιστη γνώση της αγγλικής γλώσσας και περιορισμένο λεξιλόγιο καθορισμένο από το μενού, ενώ η προετοιμασία του φαγητού στην κουζίνα δεν απαιτούσε ειδικές γνώσεις, γλωσσικές ή τεχνικές. Πολλοί Έλληνες προέρχονταν από μικρά χωριά, όπου όλοι γνωρίζονταν και είχαν έμφυτη ικανότητα στην καλλιέργεια διαπροσωπικών σχέσεων με τους πελάτες. Δημιουργούσαν εγκάρδια, φιλική ατμόσφαιρα που ήταν ιδίως ευπρόσδεκτη στους μοναχικούς πελάτες των εστιατορίων ταχείας εξυπηρέτησης, τα λεγόμενα diners.
Τα Diners, στο τέλος του 19ου αιώνα, ήταν εστιατόρια που είχαν τη μορφή βαγονιών, με ελάχιστο χώρο στο εσωτερικό τους και οι πελάτες έτρωγαν όρθιοι. Αρχικά, τα έσυραν άλογα και τις πρώτες δεκαετίες άνοιγαν αποκλειστικά τη νύχτα. Οι διαχειριστές τους για να έχουν μεγαλύτερη πελατεία τα στάθμευαν συνήθως έξω από νυχτερινά κέντρα ή μπροστά από εργοστάσια, την ώρα που οι εργάτες άλλαζαν βάρδια.
Οι Έλληνες μετανάστες μπήκαν στην επιχείρηση των Diners κυρίως τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Ωστόσο, πλέον, η φιλοσοφία είχε αλλάξει. Λειτουργούσαν 24 ώρες, επτά ημέρες την εβδομάδα, και σέρβιραν πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Κοινά χαρακτηριστικά τους ήταν επίσης η ρετρό διακόσμηση, τα διαχωριστικά ανάμεσα στα τραπέζια, τα πλαστικά μενού αλλά και οι μέτριες ώς χαμηλές τιμές».
Οι Έλληνες πέτυχαν γιατί ήταν εγγύηση για τους πελάτες.
Η εστίαση αποτέλεσε τον τομέα με τον οποίο ο μέσος Αμερικανός ταύτιζε με θετικούς συνειρμούς τον Έλληνα. Άλλωστε η ελληνική ιδιοκτησία ήταν εγγύηση για πελάτες και εργαζομένους. Στα μέσα του 20ού αιώνα υπήρχαν περίπου 35 με 40 χιλιάδες εστιατόρια ελληνικής ιδιοκτησίας, αριθμός πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό άλλων επιχειρήσεων σε ελληνικά χέρια. Έτσι λοιπόν οι επόμενες γενιές Ελλήνων παρέμειναν σε αυτόν τον τομέα, αλλά παράλληλα πολλά παιδιά εστιατόρων κατάφεραν να σπουδάσουν και να πραγματοποιήσουν το αμερικανικό όνειρο της κοινωνικής ανόδου και προόδου». Στο μεταξύ, συνεχιζόμενη παρουσία των Ελλήνων σε αυτόν τον τομέα σήμαινε πως, πέρα από τα κλασικά πλέον diners, άρχισαν να εμφανίζονται και εστιατόρια με ελληνική κουζίνα σε στιλ ταβέρνας, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες στις μεγάλες πόλεις, όπως η Νέα Υόρκη, υπάρχουν και εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας με ελληνική «πειραγμένη» κουζίνα. Πρόκειται για μια θαυμαστή διαδρομή που άρχισε εδώ και έναν αιώνα με τους πρώτους μετανάστες υπαίθριους πωλητές και που είναι αντανάκλαση της αφομοίωσης και της κοινωνικής ανόδου των Ελλήνων – και της κουζίνας τους».